- στεμφυλόπνευμα
- το спирт из виноградных выжимок
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στεμφυλόπνευμα — το, Ν οινόπνευμα από την απόσταξη στεμφύλων, κν. σούμα, τσίπουρο ή τσικουδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέμφυλο + πνεύμα (πρβλ. οινό πνευμα)] … Dictionary of Greek
πνεύμα — ατος, το / πνεῡμα, ΝΜΑ, και πνέμα Ν 1. η ψυχή και οι λειτουργίες της, ο ψυχικός κόσμος, σε αντιδιαστολή προς τη σάρκα, την ύλη και τον υλικό κόσμο 2. ο νους και οι ικανότητές του, η ευφυΐα, ο λόγος 3. καθετί το άυλο, το ασύλληπτο με τις αισθήσεις … Dictionary of Greek